- ἐπιρραβδοφορεῖν
- ἐπιρραβδοφορέωurgepres inf act (attic epic doric)ἐπιρραβδοφορέωurgepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρραβδοφορώ — ἐπιρραβδοφορῶ, έω (Α) αναγκάζω το άλογο να καλπάσει απειλώντας το με το μαστίγιο («καὶ εἰς τὸ ἐπιρραβδοφορεῑν ἥδιστ’ ἂν ἀφικνοῑτο», Ξεν.) … Dictionary of Greek